ἀνέκοψε

ἀνέκοψε
ἀνακόπτω
drive back
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • ευρυμέδων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Γιγάντων στην Ήπειρο. Ήταν πατέρας της Περιβοίας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ναυσίθο, πρώτο βασιλιά των Φαιάκων. Σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν εραστής της Ήρας πριν από τον γάμο της με τον …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αλμπρίτσι Ισαβέλλα-Θεοτόκη, κόμισσα — (Κέρκυρα 1760 – Βενετία 1836). Ελληνίδα λογία, διάσημη για την καλλονή της. Ήταν κόρη του κόντε Αντωνίου Θεοτόκη. Μορφώθηκε στην Κέρκυρα με ονομαστούς οικοδιδασκάλους και έμαθε αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά. Το 1776 παντρεύτηκε, παρά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού — (American Colonization Society). Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1816 με σκοπό την επαναφορά των απελεύθερων πλέον μαύρων της Αμερικής στην Αφρική. Ιδρυτής της ήταν ο πρεσβυτεριανός ιερέας Ρόμπερτ Φίνλεϊ. Στην προσπάθειά του ενισχύθηκε από τον τότε… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”